- μεμπτός
- -ή, -ό (ΑM μεμπτός, -ή, -όν) [μέμφομαι]άξιος μομφής, αξιοκατάκριτοςαρχ.1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.)2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ' εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτὸς εἰμί, κάρτα μαίνομαι», Σοφ.).επίρρ...μεμπτώς και -ά (Α μεμπτῶς)με αξιόμεμπτο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.